- κηρογραφία
- Ζωγραφική τεχνική που εφαρμοζόταν κυρίως κατά την αρχαιότητα και οφείλει την ονομασία της στο χρησιμοποιούμενο υλικό (κερί). Ονομαζόταν ακόμα και εγκαυστική ή έγκαυστος. Βλ. λ. εγκαυστική.
Νεκρική προσωπογραφία του 1ου προς το 2o αιώνα μ.Χ., το οποίο βρέθηκε στο Φαγιούμτης Αιγύπτου. Η προσωπογραφία αυτή είναι φιλοτεχνημένη με την τεχνική της κηρογραφίας (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
* * *η (Α κηρογραφία) [κηρογραφώ]αρχαία και νεώτερη μέθοδος ζωγραφικής με χρώματα ανάμικτα με λειωμένο κερί, αλλ. εγκαυστικήνεοελλ.1. μέθοδος ζωγραφήσεως ή ιχνογραφήσεως με τη βοήθεια κεριού η οποία χρησιμοποιείται ιδίως για αποτύπωση χωρογραφικών μετρήσεων ή γεωγραφικών χαρτών2. συνεκδ. η εικόνα ή ο χάρτης που κατασκευάστηκε με τη μέθοδο τής κηρογραφίας ή εγκαυστικής.
Dictionary of Greek. 2013.